διατόνιο

διατόνιο
και διατόνι, το (Α διατόνιον)
[διάτονος]
νεοελλ.
1. δοκάρι από τη μια άκρη κατασκευής ώς την άλλη
2. μικρό μεταλλικό πλαίσιο για τη σύνδεση δύο κομματιών, ιδίως για τη σύνδεση τών ιμάντων με την ιπποσκευή, θηλυκωτήρι
αρχ.
αγκίστρι, κρίκος απ' όπου κρέμεται το πάνω μέρος παραπετάσματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διατόνι — το βλ. διατόνιο …   Dictionary of Greek

  • Λύκαστος — Αρχαία πόλη της Κρήτης. Αναφέρεται στις πόλεις που συμμετείχαν στην Τρωική εκστρατεία, ενώ κατά τους ιστορικούς χρόνους την κατέλαβε και την κατέστρεψε η Κνωσός. Αργότερα την κατέλαβαν οι Γορτύνιοι, οι οποίοι την παραχώρησαν στην πόλη Ραύκο. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”